- πενηντάρικο
- το купюра в пятьдесят драхм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πενηντάρικο — το χαρτονόμισμα 50 ευρώ ή βάρος 50 κιλών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Dracma griega moderna — † Ελληνική δραχμή en Idioma griego … Wikipedia Español
πενηντάδραχμο — το νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + δραχμή] … Dictionary of Greek
πενηντάρικος — η, ο [πενηντάρι] 1. αυτός που έχει αξία πενήντα δραχμών ή λεπτών 2. το ουδ. ως ουσ. το πενηντάρικο νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών … Dictionary of Greek
πεντηκοντάδραχμος — η, ο / πεντηκοντάδραχμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει αξία ίση με πενήντα δραχμές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοντάδραχμο χάρτινο ή μεταλλικό νόμισμα αξίας πενήντα δραχμών, το πενηντάρικο αρχ. το ουδ. ως ουσ. χρυσό νόμισμα ονομαστικής αξίας πενήντα … Dictionary of Greek
αχάλαστος — η, ο 1. αυτός που δεν καταστράφηκε: Ο σεισμός δεν άφησε τίποτε αχάλαστο. 2. αυτός που δεν τον σκότωσαν: Οι Τούρκοι λίγους άφησαν αχάλαστους. 3. αυτός που δεν ανταλλάχτηκε με μικρότερα νομίσματα ίσης συνολικά αξίας: Είχε ένα πενηντάρικο αχάλαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιανά — τα τα κέρματα, τα ψιλά: Έχεις ένα πενηντάρικο λιανά; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρέστος — η, ο (λ. ιταλ.), υπόλοιπος: Τρεις μονάχα υποψήφιοι πέτυχαν, οι ρέστοι απότυχαν. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρέστα υπόλοιπο χρηματικού ποσού: Δώσεμου τα ρέστα από ένα πενηντάρικο. Φρ., «ζητά (ή θέλει) και ρέστα», παρουσιάζεται ως απαιτητής (ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)